- ζουπάω
- ζουπάω (δε συνηθίζεται η κλίση σε -ώ), ζούπηξα βλ. πίν. 66——————Σημειώσεις:ζουλάω και ζουπάω : προέρχονται αντίστοιχα από τα ρ. ζουλίζω και ζουπίζω, τα οποία όμως δε χρησιμοποιούνται σήμερα.Οι τύποι σε -άω έχουν επικρατήσει στην κοινή νεοελληνική (δες και Γραμματική Τριανταφυλλίδη 1941, σελ. 351, 354).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.